βούλωμα

βούλωμα
bouchon

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • βούλωμα — το 1. το σφράγισμα, το κλείσιμο: Για να επισκευαστεί ο σωλήνας είναι απαραίτητο το βούλωμα της αποχέτευσης. 2. το πώμα, το καπάκι: Έχει χαθεί το βούλωμα του νιπτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευσταχιανή σάλπιγγα — Σωλήνας, ο οποίος συνδέει το μέσον ους με τον λάρυγγα. Η σύνδεση αυτή εξυπηρετεί έναν ιδιαίτερο σκοπό. Επειδή ακριβώς το τύμπανο κλείνει ερμητικά όλο τον ακουστικό σωλήνα, θα πρέπει να υπάρχει εξισορρόπηση των πιέσεων που ασκούνται από την… …   Dictionary of Greek

  • επιβύστρα — η (Α ἐπιβύστρα) βύσμα, βούλωμα νεοελλ. η οπή για την εμπύρευση τών παλαιών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύστρα (παράλληλος τ. τής λ. βύσμα «πώμα, βούλλωμα»] …   Dictionary of Greek

  • μπούκωμα — το [μπουκώνω] 1. το γέμισμα, η υπερπλήρωση τού στόματος με μεγάλη ποσότητα τροφής 2. (για μηχάνημα) μτφ. παρεμπόδιση λειτουργίας λόγω υπερπλήρωσης 3. μτφ. παραγέμισμα, βούλωμα, στούπωμα, φράξιμο, 4. δυσκολία στην αναπνοή από κρυολόγημα 5. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • έμφραγμα — το, ατος 1. ό,τι χρησιμεύει για φράξιμο τρύπας, ανοίγματος, διάβασης, το βούλωμα, στούπωμα. 2. (ιατρ.), νεκρωτική βλάβη των ιστών, που οφείλεται σε κυκλοφοριακή διαταραχή. 3. ειδικό μείγμα με το οποίο σφραγίζονται οι τρύπες των δοντιών, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμφραξη — η 1. το φράξιμο, βούλωμα, στούπωμα. 2. (ιατρ.), η είσοδος θρόμβου αίματος σε κάποιο όργανο του σώματος, η απόφραξη αρτηρίας. 3. η εισαγωγή ειδικής ουσίας σε κοιλότητα δοντιού μετά τη θεραπεία του, το σφράγισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβούλωτος — η, ο 1.χωρίς βούλα, σφραγίδα: Το γράμμα που πήρε ήταν αβούλωτο. 2. χωρίς πώμα, βούλωμα: Τομπουκάλι, αβούλωτο καθώς ήταν, έγειρε, και το νερό χύθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βύσμα — το 1. εξάρτημα καλωδίου που βρίσκεται στην άκρη του για να μπορεί να εισάγεται σε κατάλληλες υποδοχές των ηλεκτρικών συσκευών και να τις τροφοδοτεί με ρεύμα. 2. (ιατρ.),το πώμα, το στούπωμα, το βούλωμα για διάφορες κοιλότητες του σώματος που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιστόμιο — το 1. ό,τι προσαρμόζεται στο στόμιο αγγείου ή σωλήνα, είτε ως βούλωμα ή βρύση είτε για καλλωπισμό είτε για άλλο πρακτικό σκοπό. 2. το ακριανό μέρος πνευστού μουσικού οργάνου, τσιγάρου, πίπας κτλ., που μπαίνει στο στόμα, η μπουκαδούρα. 3. (μηχ.),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπούκωμα — το 1. το γέμισμα του στόματος με τροφή: Από το μπούκωμα δεν μπορούσε να γελάσει. 2. βούλωμα: Το μπούκωμα του σωλήνα. 3. μτφ., δωροδοκία, εξαγορά: Τον έκανε να σωπάσει με μπούκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδοντοσφράγιση — η το φράξιμο τρύπας ή κοιλότητας δοντιού με μεταλλική ή πλαστική ύλη, αλλ. σφράγισμα, βούλωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”